περονώ — άω, Α [περόνη] 1. διατρυπώ, διαπερνώ κάτι με περόνη ή με αιχμηρό όργανο 2. μέσ. περονῶμαι στερεώνω με περόνη ένδυμα επάνω μου … Dictionary of Greek
καταπερονώ — καταπερονῶώ, άω (Α) (επιτ. τ. τού περονώ) συνδέω με την περόνη, συναρμόζω, συνάπτω, κουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περονῶ «διατρυπώ» (< περόνη)] … Dictionary of Greek
διαπερονώ — (Α διαπερονῶ, άω) [περονώ] διατρυπώ με περόνη ή με άλλο αιχμηρό όργανο … Dictionary of Greek
περονήτις — ήτιδος, ἡ, Α η περονατρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τις (πρβλ. κυβερνή τις)] … Dictionary of Greek
περονατρίς — και περονητρίς, ίδος, ἡ Α (δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. πελεκη τρίς)] … Dictionary of Greek
περονητήρ — ὁ, Α περόνη, πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] … Dictionary of Greek
περόναμα — και περόνημα, τὸ, Α [περονώ] (δωρ. τ.) ένδυμα, ιμάτιο που στερεώνεται με περόνη, με πόρπη («θεῶν περονάματα φασεῑς», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
προσπερονώ — άω, Α 1. τρυπώ, διατρυπώ 2. καρφώνω, συνδέω με περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + περονῶ «διατρυπώ, καρφώνω»] … Dictionary of Greek
συμπερονώ — άω, Α συνδέω με περόνη, συνάπτω με περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περονῶ (< περόνη)] … Dictionary of Greek